- κρύσταλλος
- κρύσταλλος, ο και κρούσταλλο, το και κρουστάλλι, το1. διαφανής και διαυγής πάγος.2. η κρυσταλλωμένη πάχνη.3. καθετί που είναι καθαρό και σαφές: Η υπόθεση είναι κρύσταλλο.4. διαυγέστατο γυαλί που περιέχει μόλυβδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.